- ευσύγκρυπτος
- εὐσύγκρυπτος, -ον (Α)αυτός που κρύβεται, που καλύπτεται εύκολα («οὐδὲ γὰρ αἱ πρὸς τοὺς σπονδύλους συναρθρώσεις εὐσύγκρυπτοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ-κρύπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐξύγκρυπτον — εὐσύγκρυπτον , εὐσύγκρυπτος well covered masc/fem acc sg εὐσύγκρυπτον , εὐσύγκρυπτος well covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύγκρυπτοι — εὐσύγκρυπτοι , εὐσύγκρυπτος well covered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)